- καλλιμάρμαρος
- ος , ον сделанный из прекрасного мрамора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλλιμάρμαρος — η, ο αυτός που έχει κτιστεί με ωραία μάρμαρα («καλλιμάρμαρο στάδιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + μάρμαρος (< μάρμαρο), πρβλ. ολο μάρμαρος, πολυ μάρμαρος] … Dictionary of Greek
καλλιμάρμαρος, -η — ο αυτός που είναι χτισμένος με ωραία μάρμαρα: Υπάρχουν αρκετά καλλιμάρμαρα μέγαρα στην Αθήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… … Dictionary of Greek